Προς:
- Υπουργό ΠΕΚΑ κ.Γ.Παπακωνσταντίνου
Κύριε Υπουργέ,
η μέχρι σήμερα διαχείριση και προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της Ελλάδας παρουσιάζει σημαντικά κενά και ελλείψεις τόσο σε επίπεδο πολιτικής βούλησης (σχεδιασμού) όσο και σε επίπεδο Υπηρεσιών (εκτελεστικό), με αποτέλεσμα την ελλιπή ως ανύπαρκτη διαχείριση ακόμη και στις προστατευόμενες περιοχές (πχ λίμνες Κορώνεια και Κάρλα, Πάρνηθα, κλπ).
Η παραπάνω θεσμική απραξία σε συνδυασμό με τις νόμιμες ή πολλές φορές και παράνομες δραστικές ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον (πυρκαγιές, εκχερσώσεις υγροτόπων, εκτροπές ποταμών, ληστρική αποψίλωση δασών, ίδρυση λατομείων, διάνοιξη δρόμων, ανεξέλεγκτη εγκατάσταση αιολικών πάρκων) που υλοποιούνται βάσει του σαθρού θεσμικού πλαισίου (που επιτρέπει οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων να χρηματοδοτούνται από τις εταιρείες που αναλαμβάνουν ένα έργο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται) έχουν οδηγήσει την αστικοποιημένη κοινή γνώμη στο λανθασμένο συμπέρασμα πως η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος ισοδυναμεί με απομάκρυνση όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων από αυτό.
Έτσι, παραδοσιακές χρήσεις γης που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εξέλιξης του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας, όπως είναι η κτηνοτροφία, η υλοτομία, η θήρα, η αλιεία κλπ, ενοχοποιούνται από άγνοια, όχι μόνο από τους πολίτες και τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ αλλά δυστυχώς και από τις αρμόδιες Υπηρεσίες με αποτέλεσμα να μπαίνουν «στο ίδιο τσουβάλι» με τα μεγάλα τεχνικά έργα, τις πυρκαγιές, την καταστροφή ενδιαιτημάτων αλλά και τις διάφορες παραβατικές - καταχρηστικές παρεμβάσεις εις βάρος της Ελληνικής φύσης που λαμβάνουν χώρα σήμερα σε όλη την επικράτεια.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στην Ευρώπη και στην Αμερική η παραπάνω προσέγγιση έχει καταρριφθεί εδώ και πολλά χρόνια από τους σχετικούς επιστήμονες οι οποίοι πλέον κάνουν λόγο για διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος μέσω της ορθής χρήσης. Αυτό σημαίνει πως οι ανθρώπινες δραστηριότητες, αν ρυθμίζονται κατάλληλα, όχι μόνο δεν αποτελούν απειλή αλλά αντίθετα προστατεύουν και θωρακίζουν το φυσικό περιβάλλον.
Τα όρια της διάκρισης της ορθής χρήσης από την κατάχρηση αν και είναι εύκολο να προσδιοριστούν με επιστημονικά κριτήρια δεν έχουν γίνει αντιληπτά ούτε από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις αλλά κυρίως ούτε από τις αρμόδιες Υπηρεσίες στη χώρα μας. Ως αποτέλεσμα, αντί της ρύθμισης με επιστημονικά κριτήρια, χρησιμοποιούνται κατά κόρο αυθαίρετες και ατεκμηρίωτες απαγορεύσεις σε διάφορες χρήσεις, όπως για παράδειγμα γίνεται συστηματικά με τη θήρα.
Για παράδειγμα, η ΕΕ αναγνωρίζει την αξία της νόμιμης θήρας ως ιδιαίτερα επωφελούς δραστηριότητας για τη διατήρηση των φυσικών ενδιαιτημάτων και κατ' επέκταση της βιοποικιλότητας (οι κυνηγοί για να κυνηγούν θέλουν το δάσος να παραμείνει δάσος και όχι να γίνει οικόπεδα, κτίσματα, κλπ). Στη χώρα μας όμως, τόσο οι αρμόδιοι (Δασική Υπηρεσία) όσο και οι αναρμόδιοι (μη διαπιστευμένες περιβαλλοντικές ΜΚΟ) φορείς, προτείνουν ολοένα και περισσότερους αναίτιους χρονικούς και γεωγραφικούς περιορισμούς της θήρας σε πρωτοφανή εκτροπή από κάθε έννοια επιστημονικής προσέγγισης - τεκμηρίωσης.
Τα παραπάνω ισχύουν στο ακέραιο, όπως μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς, στο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος για το «Χαρακτηρισμό της χερσαίας περιοχής του όρους Ολύμπου ως Εθνικού Πάρκου, καθορισμός ζωνών προστασίας αυτού, χρήσεων, όρων και περιορισμών» που από τις 13 Σεπτεμβρίου 2011 έχει τεθεί σε Δημόσια Διαβούλευση. Το συγκεκριμένο σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος σε μία γραμμή κειμένου απαγορεύει τη θήρα σε όλες τις Ζώνες Προστασίας (Α,Β,Γ) του υπό ίδρυση Εθνικού Πάρκου Ολύμπου χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση. Ας σημειωθεί ότι η θήρα αποτελεί μία από τις αρχαιότερες δραστηριότητες που ασκούνται στο βουνό των Θεών και ότι ήδη απαγορεύεται σε έκταση περίπου 50.000 στρεμμάτων στην περιοχή. Το υπό διαβούλευση ΠΔ επεκτείνει αυτή την απαγόρευση σε περίπου 200.000 στρέμματα, απαγορεύοντας τη θήρα σε ολόκληρο τον ορεινό όγκο του Ολύμπου.
Ενδεικτικά της πλήρους έλλειψης επιστημονικών στοιχείων και τεκμηρίωσης για την προτεινόμενη ολική απαγόρευση θήρας, της ανυπαρξίας κάθε είδους διαβούλευσης και συνεργασίας με τους άμεσα εμπλεκόμενους χρήστες και την τοπική κοινωνία της περιοχής και της δεδομένης αδυναμίας να εφαρμοστούν τελικά όλες οι προτεινόμενες ρυθμίσεις, αναφέρουμε τα παρακάτω:
1. Το Σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος πέρα από τις γενικές διατάξεις που λαμβάνει υπόψη, βασίζεται στην ουσία στη σχετική Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (ΕΠΜ) που εκπονήθηκε το 2004 η οποία με τη σειρά της βασίζεται σε έρευνες που εκπονήθηκαν πριν το 2000 με αποτέλεσμα τα τουλάχιστον 11 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε να θέτουν σε αμφιβολία την συνολική αξιοπιστία της. Για την εκπόνηση της συγκεκριμένης ΕΠΜ δεν έγινε καμία έρευνα πεδίου και επομένως η επιστημονική της τεκμηρίωση πηγάζει μόνο από τις βιβλιογραφικές αναφορές που έχουν ληφθεί υπόψη για τη σύνταξή της. Στη βιβλιογραφία όμως της συγκεκριμένης ΕΠΜ περιλαμβάνονται 74 αναφορές, από τις οποίες μόνο μία αφορά στην πανίδα της περιοχής και αυτή εκπονήθηκε το 1985 (!), ενώ αναφέρεται και ένα Διαχειριστικό Σχέδιο με την αναθεώρησή του το 1998. Αντιλαμβάνεται και ο πλέον αδαής πως σε ό,τι αφορά στη διαχείριση της άγριας πανίδας στοιχεία που έχουν ληφθεί τόσο παλιά απαιτούν επικαιροποίηση για να διαπιστωθεί αν και κατά πόσο ισχύουν ακόμη και σήμερα. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται στο ακέραιο από τις αναφορές σε είδη που έχουν εκλείψει από την περιοχή (πχ Γυπαετός) αλλά και από το χαρακτηρισμό ως προστατευόμενων αρκετών ειδών τα οποία σήμερα δεν θεωρούνται είδη προτεραιότητας (πχ δρυοκολάπτες), αλλά κυρίως και από γενικές και αόριστες αναφορές όπως η παρακάτω για τη «σπάνια» πανίδα συγκεκριμένου φαραγγιού: "Ενιπέας (Αγριόγιδο, 2 είδη αμφιβίων, 2 είδη σπάνιων δρυοκολαπτών, 9 είδη σπάνιων πουλιών)" (ΕΠΜ παρ.2.2.2.2.) που ουδεμία σχέση έχουν με τις προδιαγραφές και το ύφος επιστημονικής μελέτης αυτού του επιπέδου.
2. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που θεωρήσουμε τα στοιχεία 15 ετών και πάνω έγκυρα, στην ΕΠΜ αναφέρεται ως μόνη ανθρωπογενής δραστηριότητα (που σχετίζεται με τη θήρα) και έχει αρνητική επίδραση στην πανίδα, η λαθροθηρία του Αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica) (ΕΠΜ, παρ. 4.2.2.), απειλή η οποία αντιμετωπίζεται μόνο με συνεχή και συστηματική φύλαξη. Μετά από σχετική επικοινωνία με τη ΣΤ Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας Θράκης διαπιστώσαμε πως οι Ομοσπονδιακοί Θηροφύλακες της περιοχής ουδέποτε έχουν κληθεί από πλευράς Δ/νσης Δασών Πιερίας για περιστατικό που να αφορά σε παράνομη θήρα Αγριόγιδου, ενώ ούτε η Δ/νση Δασών έχει προβεί ποτέ σε σχετική μήνυση, γεγονός που αποδεικνύει την απόλυτη απουσία - αδυναμία της τοπικής αρμόδιας Υπηρεσίας να αντιμετωπίσει τη συγκεκριμένη παραβατική συμπεριφορά όταν και όπου αυτή λαμβάνει χώρα. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως η θήρα του αγριόγιδου απαγορεύεται ρητά όπως απαγορεύεται ρητά και η θήρα στο σύνολο της ψευδαλπικής ζώνης που ενδιαιτεί το συγκεκριμένο είδος.
3. Η Ζώνη Γ, έκτασης περίπου 150.000 στρεμμάτων, στην οποία προτείνεται ολική απαγόρευση θήρας, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι ισχύει σε άλλα Εθνικά Πάρκα (πχ Δέλτα Αξιού) όπου η θήρα επιτρέπεται τόσο στη Ζώνη Γ όσο και σε ποσοστό εκτάσεων της Ζώνης Β, αποτελεί περιοχή στην οποία δεν έχει εκπονηθεί οποιαδήποτε μελέτη για την πανίδα.
4. Αν και η διαδικασία κατάρτισης σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος προβλέπει τη συμμετοχή και τη γνωμοδότηση όλων των εμπλεκόμενων φορέων δεν ζητήθηκε η γνώμη της Τοπική Αυτοδιοίκησης, ούτε των τοπικών Κυνηγετικών Οργανώσεων σχετικά με την άσκηση της θήρας στην περιοχή, γεγονός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση και με τα όσα προτείνονται σε αντίστοιχες περιπτώσεις από την ΕΕ. Οι όμοροι Δήμοι, όπως μας ενημέρωσαν, συνεδριάζουν αυτές τις μέρες (10/10/2011) σχετικά με το θέμα. Ομως, το σχέδιο ΠΔ έχει ήδη συνταχθεί και αναρτηθεί σε διαβούλευση από τις 13/9 χωρίς να ληφθεί υπόψη η γνωμοδότησή τους, με αποτέλεσμα η διαδικασία να αποδεικνύεται πως είναι προαποφασισμένη.
5. Μέχρι σήμερα η φύλαξη στον Εθνικό Δρυμό Ολύμπου ήταν σχεδόν ανύπαρκτη με την αρμόδια Υπηρεσία να στερείται πόρων και προσωπικού με τα οποία θα μπορούσε να εποπτεύσει επαρκώς την περιοχή και δεν προβλέπεται προφανώς μέσα στην οικονομική κρίση ανατροπή της θεσμικής απαξίωσης την οποία υπόκεινται.
Το σχέδιο ΠΔ προβλέπει αυξημένες αρμοδιότητες για το Φορέα Διαχείρισης Ολύμπου ο οποίος όμως αντιμετωπίζει σαθρό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και η χρηματοδότηση του μετά το 2014 είναι αμφίβολη με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται ενδεχόμενη κατάργηση ή αδρανοποίησή του πολύ σύντομα.
Γεννάται έτσι το ερώτημα που ισχύει σε όλες τις προστατευόμενες περιοχές της χώρας: Όταν στην Ελλάδα έχουμε ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά της ΕΕ χερσαίων εκτάσεων χαρακτηρισμένων ως προστατευόμενες περιοχές ενώ παράλληλα απαξιώνονται θεσμικά και καταδικάζονται σε αδράνεια και απραξία όλοι οι αρμόδιοι για τη φύλαξη και διαχείριση φορείς (με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πουθενά προστασία και διαχείριση στην πράξη) για ποιο λόγο και μάλιστα χωρίς σχετική τεκμηρίωση ιδρύονται νέες προστατευόμενες περιοχές που θα έχουν νομοτελειακά την ίδια τύχη με τις προηγούμενες δηλαδή πλήρη εγκατάλειψη αντί να αναληφθούν οι απαραίτητες πρωτοβουλίες για να θωρακιστούν οι αρμόδιοι φορείς;
Με βάση τα παραπάνω αλλά και τα επιπλέον στοιχεία που αναμένεται να καταθέσουν σχετικά η Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας Θράκης καθώς και άλλες Κυνηγετικές Οργανώσεις, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα πως η προτεινόμενη ολική απαγόρευση θήρας και στις τρεις Ζώνες (Α,Β,Γ) του υπό ίδρυση Εθνικού Πάρκου Ολύμπου όπως και οι υπόλοιπες απαγορεύσεις - αποκλεισμοί (πχ κτηνοτροφία), στερείται στοιχειώδους επιστημονικής τεκμηρίωσης, και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα ορίζει η ΕΕ και η Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) και γι’ αυτό το λόγο τη θεωρούμε αυθαίρετη και καταχρηστική.
Προτείνουμε επομένως την κατάργηση της παραγράφου Γ.1.ii του άρθρου 4 του υπό διαβούλευση σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος για τον Όλυμπο και την προσθήκη μιας παραγράφου Γ.2.ε που θα αναφέρει τα εξής:
«Η θήρα επιτρέπεται στις ζώνες Β και Γ, εκτός των περιοχών που είναι ήδη χαρακτηρισμένες μέχρι σήμερα ως Καταφύγια Άγριας Ζωής (ΚΑΖ) τα οποία παραμένουν ως έχουν. Σε περίπτωση που απαιτείται κάποια αναθεώρηση του δικτύου των ΚΑΖ στην περιοχή, αυτή θα γίνει μετά από συγκεκριμένη μελέτη και με συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων δηλαδή της Δ/νσης Δασών Πιερίας, του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Ολύμπου, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των αναγνωρισμένων και συνεργαζόμενων με το ΥΠΕΚΑ Κυνηγετικών Οργανώσεων της περιοχής.»
Σε περίπτωση που οι παραπάνω επιστημονικά τεκμηριωμένες αναφορές δεν είναι ικανές να επικρατήσουν έναντι στις συνασθηματικής φύσεως προκαταλήψεις των αρμόδιων φορέων που αντιμετωπίζουν συστηματικά τη νόμιμη θήρα με αρνητική προδιάθεση, ας ληφθεί υπόψη τουλάχιστον το γεγονός πως η κύρια πηγή εισοδήματος εναλλακτικού τουρισμού για τη περιοχή (ξενοδοχεία, χώροι εστίασης, πρατήρια υγρών καυσίμων, καταστήματα κυνηγετικών ειδών, κλπ) την χειμερινή περίοδο, είναι το κυνήγι. Αν τελικά ισχύσει η αυθαίρετα προτεινόμενη ολική απαγόρευση θήρας στον Όλυμπο, πολλές οικογένειες της ευρύτερης περιοχής θα αντιμετωπίσουν ουσιαστικά οικονομικά προβλήματα, χωρίς λόγο, στην δυσκολότερη οικονομικά περίοδο των τελευταίων δεκαετιών.
ΠΗΓΗ: ΩΡΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου