Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

<<Η Αθήνα καταφύγιο κοτσυφιών>>


Οι ακάλυπτοι, οι κήποι πολυκατοικιών και οι μικρές πρασιές αποτελούν ιδανικά μέρη για τη διαβίωση και την αναπαραγωγή τους. Οι πυρκαγιές στην Πάρνηθα συντέλεσαν στη μετακόμισή τους στις αστικές περιοχές. Μια μελωδική νότα άγριας ζωής καλημερίζει όλο και περισσότερους Αθηναίους τα τελευταία χρόνια. Τα κοτσύφια έχουν μετακομίσει στην πόλη. Στήνοντας τις φωλιές τους ανάμεσα στις πολυκατοικίες ανακατεύουν το εντυπωσιακό κελάηδισμά τους με τις κόρνες των αυτοκινήτων, ανοιγοκλείνουν τα κατάμαυρα γυαλιστερά φτερά τους πάνω από τα μπαλκόνια, δημιουργούν μια όαση στην τσιμεντένια πολιτεία της πρωτεύουσας. Ο πληθυσμός των κοτσυφιών στην Αθήνα και τα προάστιά της γνωρίζει σημαντική αύξηση τον τελευταίο καιρό. «Εδώ και κάποια χρόνια τα κοτσύφια έχουν πολλαπλασιαστεί κι αυτό γιατί βρίσκουν ένα φιλόξενο περιβάλλον που ευνοεί τη διαβίωση και την αναπαραγωγή τους», εξηγεί ο κ. Τάσος Δημαλέξης, επιστημονικός διευθυντής της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας. «Το είδος τους δεν έχει ανάγκη μόνο μεγάλα πάρκα για να ζήσει, αλλά μπορεί να περιοριστεί σε ακάλυπτους, μικρές πρασιές ή κήπους πολυκατοικίας, ενώ στην πόλη δεν κινδυνεύει από τη θηρευτική δραστηριότητα ή άλλα άγρια είδη». Επίσης, όπως σημειώνει ο κ. Δημαλέξης «τα φυτά που επιλέγουμε για τους κήπους μας απαιτούν πολύ πότισμα με αποτέλεσμα να συγκεντρώνονται εκεί περισσότερα έντομα ή σκουλήκια. Ετσι, στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και της Μεσογείου τα κοτσύφια μπορούν να βρουν ευκολότερα την τροφή τους». Τα κοτσύφια έφτασαν στην πόλη, έχτισαν με μαεστρία τις φωλιές τους και αυξάνονται περιοδικά, καθώς αναπαράγονται με ταχείς ρυθμούς. «Δεν γεννούν μόνο μία φορά τον χρόνο», συνεχίζει ο κ. Δημαλέξης. «Γεννούν τουλάχιστον δύο φορές και εάν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές μπορεί να γεννήσουν και τρεις. Μάλιστα, έχουμε σκεφτεί να πραγματοποιήσουμε μία έρευνα για να βρούμε τον αριθμό των κοτσυφιών που ζουν σήμερα στην Αθήνα και να ανακαλύψουμε πόσο πιο πετυχημένη είναι η αναπαραγωγή τους στην πόλη σε σχέση με την παρθένα φύση, όπου αντιμετωπίζουν κινδύνους. Το βέβαιο πλέον είναι πως συναντώνται σε μεγαλύτερη πυκνότητα στην Αθήνα απ’ ό,τι στα γύρω βουνά». Ο ερευνητής Νίκος Προμπονάς, ο οποίος έχει ασχοληθεί επισταμένα με τα πουλιά της πόλης, σημειώνει πως μετά τις πυρκαγιές της Πάρνηθας όλοι οι πληθυσμοί μετακινήθηκαν προς τα κάτω. «Τις δύο πρώτες εβδομάδες έψαξαν να βρουν τον χώρο τους και ίσως κάποια παρέμειναν». Ετσι, οι τυχεροί που τα αντικρίζουν γλυκαίνονται με το τραγουδιστό κελάηδισμά τους, έναν ήχο που άλλοτε είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν μόνο στο δάσος, και χαζεύουν το σκαλισμένο χώμα που μένει -από το πέρασμά τους- στις γλάστρες. «Ακουγα ένα σιγανό τσιι- τσιι όταν πότιζα τα λουλούδια μου, αλλά δεν καταλάβαινα από πού ερχόταν και τι πουλί ήταν. Μέχρι που τον είδα. Ηταν χωμένος μέσα στο πυκνό φύλλωμα μιας γλιτσίνιας και ήταν ένα κοτσυφάκι που πείναγε κι έδινε το στίγμα του στη μάνα του για να το ταΐσει», γράφει στο προσωπικό του ιστολόγιο Flora Attica ο δημοσιογράφος Νίκος Νικητίδης, ο οποίος ανακάλυψε κι εκείνος την αύξηση των κοτσυφιών στη δική του γειτονιά στον Περισσό. «Μερικοί λένε ότι αναγκάστηκαν να κατέβουν στα χαμηλά μετά τις πυρκαγιές της Πεντέλης. Εγώ πιστεύω ότι το Αλσος Βεΐκου, που έχει φυτευτεί αρκετά, αποτελεί την κατάληξη μιας διόδου από την Πεντέλη που η κεντρική αρτηρία της είναι το ρέμα του Χαλανδρίου που φτάνει μέχρι τη Φιλοθέη και μετά (ως πρώην Ποδονίφτης) γίνεται δρόμος που καταλήγει στη Νέα Ιωνία. Ετσι, τα πουλιά έρχονται μέχρις εμάς, όπως παλιότερα κατέβαιναν από την Πεντέλη οι αλεπούδες μέσα από το ρέμα», συμπληρώνει. Πριν από δύο εβδομάδες, περίπου στα τέλη Μαρτίου, τα ανθρωπόφιλα πουλιά γέννησαν τα αβγά τους και τα πρώτα μικρά κοτσύφια άρχισαν να γεμίζουν τις φωλιές της πόλης. Στο επόμενο κελάηδισμα που θα το ακούσετε ενώ βρίσκεστε στο σαλόνι ή το υπνοδωμάτιό σας, δεν έχετε παρά να κοιτάξετε καλύτερα έξω από το τζάμι...
ΠΟΥ ΦΩΛΙΑΖΕΙ, ΜΕ ΤΙ ΤΡΕΦΕΤΑΙ
Ενα από τα πιο γνωστά και διαδεδομένα πουλιά στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι ο κότσυφας. Τα αρσενικά έχουν κατάμαυρο λαμπερό χρώμα και πορφυροκίτρινο ράμφος, ενώ τα θηλυκά κοτσύφια έχουν γκριζοπράσινο φτέρωμα, σκούρο καφέ στον λαιμό και ανοιχτότερο στην κοιλιά. Ο κότσυφας ξεχωρίζει από το χαρακτηριστικό του περπάτημα και το τίναγμα της ουράς του ενώ προχωρά με γρήγορα άλματα ή στέκεται ακίνητος. Αυτό που, όμως, σε κάθε περίπτωση τον διακρίνει είναι το εντυπωσιακό του κελάηδισμα που παράγεται από τα αρσενικά κοτσύφια και ακούγεται από τον Φλεβάρη μέχρι τα τέλη Ιουνίου ως γλυκό κάλεσμα προς τα θηλυκά. Μπορεί να μην έχει τη διάρκεια της τρίλιας του αηδονιού και του καναρινιού, είναι όμως μελωδικότερο από αυτά. Τον χειμώνα το κελάηδισμα είναι υποτονικό. Τρέφεται με σκουλήκια, κάμπιες και έντομα που κυνηγά πεταρίζοντας σχεδόν στην επιφάνεια του εδάφους, ενώ τρώει επίσης ρώγες καρπών, όπως ελιές, μούρα, κούμαρα και φρούτα από οπωροφόρα δέντρα. Εχει την ικανότητα να ανασηκώνει φύλλα με το ράμφος του προκειμένου να αναζητήσει τροφή και χτίζει τις φωλιές του σε χαμηλά δέντρα και θάμνους. Τα θηλυκά γεννούν δύο με τρεις φορές τον χρόνο τέσσερα με πέντε αβγά, τα οποία έχουν ένα χαρακτηριστικό πρασινογάλαζο χρώμα. Η περίοδος της εκκόλαψης διαρκεί από 15 έως 19 μέρες και τα μικρά απολαμβάνουν τη φροντίδα και των δύο γονιών τους για περίπου 20 ημέρες. Στη χώρα μας πλέον κάποια κοτσύφια διαβιούν μόνιμα, ενώ άλλα το καλοκαίρι μεταναστεύουν σε ψυχρότερα κλίματα και επιστρέφουν το φθινόπωρο.
ΠΗΓΗ:Εφημερίδα Έθνος 22-4-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...